ῥύζω

ῥύζω
ῥύζω
Grammatical information: v.
Meaning: `to growl, to grumble', of a dog (Hermipp., Poll.), also `to screak', of a falcon (Poll.).
Other forms: or -έω.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Like ῥάζω (s.v.) sound word; on the υ-vowel cf. ἰύζω, γρύζω, μύζω a.o.
Page in Frisk: 2,664

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρυζώ — έω, Α βλ. ῥύζω* …   Dictionary of Greek

  • ρύζω — και ῥυζῶ, έω, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) ράζω, γρυλλίζω ή γαβγίζω 2. (για γεράκι) κρώζω, κράζω 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥύζουσι διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι» β) «ῥυζῶν πενθῶν διὰ τὸ τοὺς πενθοῡντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • επιρρύζω — ἐπιρρύζω (Α) [ρύζω] (κυρίως για σκυλιά) προτρέπω, εξεγείρω, ερεθίζω εναντίον κάποιου («κᾆθ’ ὅταν οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ράζω — Α 1. (για σκύλο) γρυλίζω ή γαυγίζω 2. μτφ. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία όπως και τα συνώνυμα τού ρύζω* και ἀράζω* (II)] …   Dictionary of Greek

  • ρόζω — Α βλ. ῥύζω …   Dictionary of Greek

  • ρύζημα — τὸ, Μ [ῥυζῶ] το ρουθούνισμα, το χλιμίντρισμα του αλόγου …   Dictionary of Greek

  • τονθορισμός — και τονθορυσμός, ο, ΝΑ, και τονθρυσμός Α [τονθορίζω / τονθ(ο)ρύζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονθορίζω …   Dictionary of Greek

  • reu-1, rēu-, rū̆ - —     reu 1, rēu , rū̆     English meaning: to roar, murmur, etc.. (expr.), onomatopoeic words     Deutsche Übersetzung: Schallwurzel “brũllen, heisere Laute ausstoßen”; “brummen, murren”     Material: O.Ind. rü u ti, ruváti, ravati “bellow, roar …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”